Βανβιτέλι

Βανβιτέλι
(Vanvitelli). Οικογένεια καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής (Van Wittel), που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αι. 1. Γκάσπαρ (Gaspar, Άμερσφορτ 1655 – Ρώμη 1736). Τοπιογράφος κυρίως, έζησε στη Ρώμη από το 1674 ζωγραφίζοντας μεγάλες και λεπτομερειακές απόψεις που είχαν σημαντική επίδραση στον Καναλέτο. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε στη Νάπολη και στη Βενετία. 2. Λουίτζι (Luigi, Νάπολη 1700 – Καζέρτα 1773). Γιος του προηγούμενου, θεωρείται από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες της Ιταλίας της περιόδου μεταξύ μπαρόκ και νεοκλασικισμού. Ακολούθησε αρχικά την τέχνη του πατέρα του, γρήγορα όμως αισθάνθηκε κλίση προς την αρχιτεκτονική. Στη Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Γιουβάρα και γνώρισε τους κλασικούς από τα αρχαία μνημεία και από τα συγγράμματα του Βιτρουβίου. Το αντιπροσωπευτικότερο έργο του είναι το βασιλικό ανάκτορο στην Καζέρτα, για το οποίο εργάστηκε είκοσι χρόνια. Οι πρωτότυπες αρχιτεκτονικές λύσεις του, χωρίς να το απομακρύνουν από τον αυστηρό του ρυθμό, το αναδεικνύουν σε ένα από τα καλύτερα κτίρια της εποχής. Άλλα έργα του Β. υπάρχουν στην Ανκόνα (λοιμοκαθαρτήριο, αψίδα του Κλήμεντος κ.ά.), στη Ρώμη (Αγία Καικιλία στο Τραστέβερε, πρόσοψη του μεγάρου Οντεσκάλκι σε συνεργασία με τον Σάλβι, Παναγία των Αγγέλων στις Θέρμες του Διοκλητιανού), στη Νάπολη (εκκλησία του Ευαγγελισμού, υδραγωγείο του Καρόλου), στην Περούτζια και στο Βιτέρμπο. Είχε αναλάβει και την ανακαίνιση του βασιλικού ανακτόρου του Μιλάνου, που ολοκλήρωσε ο Πιερμαρίνι. Η πρόσοψη του μεγάρου Κολαμπρίτι στη Νάπολη (αρχές 18ου αι.) ανακατασκευάστηκε από τον σπουδαίο Ιταλό αρχιτέκτονα Λουίτζι Βανβιτέλι (φωτ. Pedicini).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… …   Dictionary of Greek

  • Καζέρτα — (Caserta). Πόλη (75.005 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (853.009 κάτ. το 2001), στην περιοχή της Καμπανίας. Είναι σιδηροδρομικός κόμβος, αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο. Στην πόλη λειτουργούν βιομηχανίες… …   Dictionary of Greek

  • Σαλέρνο — (Salerno). Πόλη (περ. 151.398 κάτ.) της Ιταλίας στην Καμπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Καμπανέλα και τη Λικόζα (υψόμ. 4). Το κέντρο της απλώνεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”